Οι παραδοσιακοί οργανοπαίχτες του Βαλτινού




Ο χρόνος αποκαθιστά συχνά ανθρώπους που στο παρελθόν η προσφορά τους είχε αγνοηθεί, είχε αδικηθεί … Κάποτε, ωστόσο, συμβαίνει και το ακριβώς αντίθετο: Μπορεί δηλαδή, με την πυκνή ομίχλη του να σκεπάσει, να κρύψει από τις επόμενες γενιές το έργο εκείνων που κανονικά θα έπρεπε να έχουν περίοπτη θέση στα βιογραφικά λεξικά και στη μνήμη μας.


Αυτή η περίεργη ομίχλη έκρυβε επιμελώς, από όλους μας, τους παραδοσιακούς οργανοπαίχτες της περιοχής μας και άφηνε ένα κομμάτι της κοινωνικής ζωής του τόπου μας ξεχασμένο και άγνωστο.


Για όλους αυτούς τους ανεπανάληπτους παιχνιδιάτορες που πλούταιναν την πολιτιστική μας προίκα επιχειρούμε να φωτίσουμε ορισμένες πλευρές που αφορούν τις ιδιαιτερότητες του επαγγέλματός τους, τον τρόπο ζωής τους και την σταδιακή αλλοτρίωση που υπέστησαν με το πέρασμα και τις αλλαγές των καιρών και των αναγκών.

Την εποχή που η παραδοσιακή μουσική κυριαρχούσε και το δημοτικό τραγούδι, συνόδευε τους ανθρώπους από τη γέννηση (νανούρισμα) ως το θάνατο (μοιρολόι) ως το βασικότερο μέσο για την ψυχαγωγία τους, αρκετοί νέοι, μερακλήδες ασχολήθηκαν και έμαθαν να παίζουν παραδοσιακά μουσικά όργανα. Άλλος κλαρίνο, άλλος βιολί άλλος λαούτο, άλλος ακορντεόν, συνταιριάστηκαν και έκαναν κομπανίες.



Στο Βαλτινό καθώς και στην ευρύτερη περιοχή των Τρικάλων τα μουσικά παραδοσιακά σχήματα (συγκροτήματα, κομπανίες) που πολλές φορές τα αποκαλούσαν και «όργανα» ή «κλαρίνα» ή «βιολιά» απαρτίζονταν από ολιγάριθμα άτομα που έπαιζαν δημοτική μουσική στους γάμους, στα πανηγύρια και στα διάφορα άλλα κοινωνικά γλέντια.


Το κλαρίνο ήταν το ηγετικό όργανο σε κάθε τέτοια κομπανία και πλαισιώνονταν από το βιολί, το λαούτο, την κιθάρα, το ακορντεόν. κ.α.. 
Σήμερα εξακολουθεί ακόμα να κρατάει τα σκήπτρα παίζοντας τα περισσότερα σόλο και τη βασική μελωδία, ενώ τα υπόλοιπα όργανα έχουν πιο συνοδευτικό ρόλο.


Στις περισσότερες των περιπτώσεων, δε, ο κλαριντζής είναι και ο «αρχηγός» του συγκροτήματος, αυτός που κλείνει τις δουλειές, που δίνει το όνομά του στο σχήμα κλπ.


Οι περισσότεροι από τους οργανοπαίχτες έμαθαν τα όργανα από τον παππού ή τον πατέρα τους, και απανίζουν εκείνοι που συνέχισαν τις σπουδές τους σε κάποιο ωδείο ή σε άλλες μουσικές σχολές.
Το «καλό αυτί» και η πολύωρη εξάσκηση θεωρούνταν οι βασικές αρετές για τους παραδοσιακούς οργανοπαίχτες, μιας και ο καλός μάστορας ποιεί με τη δοσολογία της ψυχής του.



Την εποχή που το δημοτικό τραγούδι κυριαρχούσε στον τόπο μας και επειδή τα χωριά ήταν ανέκαθεν μαθημένα να πανηγυρίζουν με κλαρίνα και βιολιά, σχεδόν σε κάθε χωριό υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα και σήμερα ντόπιοι οργανοπαίχτες.
Νέοι δηλαδή μερακλήδες, έμαθαν άλλος το κλαρίνο, άλλος το βιολί, άλλος το λαούτο... συνταιριάστηκαν κι έκαναν κουμπανίες και μ' αυτές έβγαζαν πέρα το γλέντι στους γάμους και στα πανηγύρια.



Στο Βαλτινό οι πρώτοι οργανοπαίχτες που ασχολήθηκαν συστηματικά με την παραδοσιακή μουσική και τα όργανα ήταν ο Ευάγγελος Καλαμπάκας και ο Δημήτριος Μαντέλας. Αυτοί ασχολήθηκαν και έμαθαν να παίζουν λαούτο, κιθάρα και τραγούδι. Φρόντισαν όμως να μεταδώσουν τις μουσικές τους γνώσεις στα παιδιά τους και στα εγγόνια τους.



Έτσι, σχηματίζοντας κουμπανίες έπαιζαν στους γάμους, στα πανηγύρια και στις διάφορες εκδηλώσεις των γύρω χωριών.
Μεγάλη οικογένεια παραδοσιακών οργανοπαιχτών του Βαλτινού ήταν η οικογένεια Καλαμπάκα.
Ο Ευάγγελος Καλαμπάκας ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του, που με τη σειρά του είχε ακολουθήσει και εκείνος την οικογενειακή παράδοση, κληροδότησε και αυτός στα παιδιά και στα εγγόνια του την τέχνη του.


Ο Νικόλαος Καλαμπάκας. Κλαρινίστας.


Ο Νίκος Καλαμπάκας υπήρξε ένας από τους καλύτερους κλαριτζήδες του τόπου μας. Οι παλαιότεροι θυμούνται τις δεξιοτεχνικές του ικανότητες στο κλαρίνο με τις οποίες κατάφερε να γίνει γνωστός στο ευρύ κοινό και να αξιωθεί να παίξει σε πολλά καλά μαγαζιά, με καλές ορχήστρες.
Επίσης συμμετείχε με διάφορα συγκροτήματα σε εκδηλώσεις που έγιναν στην Ελλάδα αλλά και σε Ευρωπαϊκές χώρες.


Παράλληλη ήταν και η επιτυχία που είχε και ο αδελφός του, Γεώργιος Καλαμπάκας, ο οποίος ασχολήθηκε με την κιθάρα, το ακορτνεόν και το τραγούδι.


Επίσης άλλοι αξιόλογοι οργανοπαίχτες του Βαλτινού που ασχολήθηκαν με την παραδοσιακή μουσική ήταν:

Ο Ηλίας Μαντέλας (ακορντεόν και αρμόνιο).


Ο Γιάννης Γεωργίου (ακορντεόν, αρμόνιο και τραγούδι).


Ο Βασίλειος Βότσιος (ακορντεόν και αρμόνιο).


Ο Λάμπρος Σταυρέκας (ακορντεόν).


Ο Παναγιώτης Πέτρου (βιολί και τραγούδι).



Οι οργανοπαίχτες ήταν κομψοντυμένοι και περιποιημένοι, αποτελούσαν μικρές συντροφιές και συνήθως δεν γνώριζαν πάρτες. Έπαιζαν ανάλογα με το γεγονός που συνόδευαν (γάμους, βαφτίσια, γλέντια ονομαστικής εορτής κλπ, και ενθουσίαζαν τον κόσμο. Ήταν αποτελεσματικοί στην δημιουργία ατμόσφαιρας γλεντιού, και μαζί τους γίνονταν όλα τα παραδοσιακά γλέντια του χωριού.
Ο κόσμος συνήθως τους αντάμειβε με την λεγόμενη «χαρτούρα», δηλαδή τα κεράσματα και σε ελάχιστες περιπτώσεις συμφωνούσαν με τον διοργανωτή του γλεντιού να παίρνουν κάποια αμοιβή. Χαρακτηριστική ήταν η σκηνή του μερακλωμένου χορευτή όταν έβγαζε από την τσέπη του το χαρτονόμισμα, το σάλιωνε και το κολλούσε στο μέτωπο του οργανοπαίχτη. 



Στους γάμους συνήθως τοποθετούσαν μπροστά στους οργανοπαίχτες και σε περίοπτη θέση ένα ταψί όπου μέσα εκεί έριχναν τα κεράσματα για τα όργανα. Κάθε χορευτής που έσερνε το χορό κερνούσε τα όργανα, αλλά και για κάθε χορευτή κερνούσαν οι συγγενείς και φίλοι του καθώς έτσι το επέβαλε το εθιμοτυπικό δίκιο. 
Η «χαρτούρα» αν και προαιρετική όταν δεν ήταν η πρέπουσα, η ορχήστρα γνώριζε: είτε «έκοβε» τα τραγούδια, είτε έπαιζε άτονα ώσπου το χαρτονόμισμα να ζεστάνει τον οργανοπαίχτη. 
Φαίνεται όμως ότι για όσους διασκέδαζαν, ο χορός ήταν κάτι σαν δικαίωμα που το απαιτούσαν από τα όργανα και γι' αυτό η σχέση ανάμεσα στον χορευτή και στον οργανοπαίχτη ήταν αμφίδρομη.



Το συστατικό στοιχείο του χορευτή ήταν η λεβεντιά. Στις κινήσεις, στον κώδικα συμπεριφοράς, στη μερακλίδικη στάση ζωής του. Ήξερε να χορέψει καλά; Ήταν καλοδεχούμενος. 
Σεβόταν την κοινωνική δομή; Ήταν ενταγμένος και μοιραία αποδεκτός. 
Αν ήταν άνδρας και πάτερ φαμίλιας έπρεπε να στοιχειοθετεί το ρόλο του: να «σηκώνει» την οικογένεια για χορό, να παραγγέλνει το τραγούδι και να τηρεί την τάξη κατά τη διάρκεια της χορευτικής τελετουργίας. 
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός των συχνών καυγάδων και τα διάφορα σπασίματα (μπουκάλια, ποτήρια, πιάτα) που γίνονταν κατά τη διάρκεια των γλεντιών από διάφορες παρεξηγήσεις κι από την ευθυμία ή την ευσυγκινησία του ποτού. Βέβαια εκεί επενέβαιναν οι πιο ψύχραιμοι και καθησύχαζαν τα πράγματα.



Σιγά – σιγά όμως, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες διαμόρφωσαν και αλλοτρίωσαν το παραδοσιακό και το αυθεντικό δημοτικό τραγούδι.
Η «αυθεντικότητα» με αυτή τη «θεωρητική» της υπόσταση έχει σχεδόν εκλείψει από τα γλέντια. και από τα αυθεντικά και παραδοσιακά όργανα που χρησιμοποιούσαν οι οργανοπαίχτες στα διάφορα πανηγύρια, στους γάμους, και στα γλέντια,) έφτασαν στη σταδιακή αλλοτρίωση που υπέστησαν με το πέρασμα και της αλλαγής των καιρών και των αναγκών.




Έτσι πολλές φορές σήμερα όταν τους καλούν σε γάμους και σε γλέντια αναγκάζονται να παρεκκλίνουν από το παραδοσιακό και το αυθεντικό δημοτικό τραγούδι.


Αρκετοί θαμώνες επιθυμούν να ακούσουν νεοελληνικές λαϊκές επιτυχίες, ή ακόμα και ξένα τραγούδια γεγονός που αναγκάζει τις κομπανίες να προσθέτουν μπουζούκια προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις και άλλες φορές να αντικαθιστούν το ακορντεόν με το αρμόνιο, να προσθέτουν ντραμς και άλλα ηλεκτρικά όργανα προκειμένου να καταφέρουν να ακουστούν δυνατά.


Έτσι, πολλοί από τους παραδοσιακούς οργανοπαίχτες στρέφονται στα λαϊκά για λόγους βιοπορισμού, και παρότι πολύς κόσμος επιμένει ακόμη να γλεντάει με τέτοια όργανα και παρόλο που δεν τους λείπει το μεροκάματο ούτε βέβαια τα «τυχερά» και τα «κεράσματα», οι περισσότεροι επαγγέλλονται και κάτι διαφορετικό από αυτό του μουσικού. Ενώ μια άλλη διάσταση στο θέμα είναι ότι «πολλοί μουσικοί από παλιά σταμάτησαν να παίζουν για να αποφύγουν τη ρετσινιά του «πανηγυρτζή» που για πολλούς ανθρώπους είναι συνώνυμη με τη χειρότερη εκδοχή της λέξης «γύφτος». 


Πάντως δεν θα ήταν υπερβολή να σημειώσουμε ότι σε περιόδους κατά τις οποίες δεν υπήρχε η τεχνική δυνατότητα των ηχογραφήσεων ή και αργότερα, όταν αυτή η δυνατότητα ήταν περιορισμένη, οι παραδοσιακοί οργανοπαίχτες ήταν οι αποκλειστικοί φορείς της διατήρησης και της διάδοσης των παραδοσιακών τραγουδιών. Πρόκειται για μια αυθεντική ιστορία προφορικής παράδοσης, ενώ συχνά αυτοί οι ίδιοι μουσικοί συμβάλλουν και στην εξέλιξη του είδους.

Το κλαρίνο


Ο Νίκος Καλαμπάκας υπήρξε ένας από τους καλύτερους παραδοσιακούς οργανοπαίχτες του τόπου μας. Οι παλαιότεροι θυμούνται τις δεξιοτεχνικές του ικανότητες στο κλαρίνο με τις οποίες κατάφερε να γίνει γνωστός στο ευρύ κοινό και να αξιωθεί να παίξει σε πολλές κοινωνικές εκδηλώσεις, σε πολλά καλά μαγαζιά, και με καλές ορχήστρες.


Την εποχή που η παραδοσιακή μουσική κυριαρχούσε και το δημοτικό τραγούδι, με κυρίαρχο όργανο το κλαρίνο, συνόδευε τους ανθρώπους σε κάθε τους ψυχαγωγική εκδήλωση, ο συγχωριανός μας κλαρινίστας, Νικόλαος Καλαμπάκας μεσουρανούσε και στο χώρο της διασκέδασης θεωρούνταν μεγάλη φίρμα στη δημοτική μουσική, σε επίπεδο Θεσσαλίας.


Το 1974 στις διάφορες διαφημιστικές καταχωρίσεις των εφημερίδων, ο Νίκος Καλαμπάκας φιγουράρει πρώτη φίρμα στα διάφορα μουσικά παραδοσιακά σχήματα (συγκροτήματα), στα οποία ήταν επικεφαλής, δηλαδή, αυτός που έκλεινε τις δουλειές, και που έδινε το όνομά του στο σχήμα. Έπαιζαν στους γάμους, στα πανηγύρια και στα διάφορα κοσμικά κέντρα της περιοχής.
Ο κόσμος συνήθως τους αντάμειβε με την λεγόμενη «χαρτούρα» δηλαδή τα κεράσματα και σε κάποιες περιπτώσεις συμφωνούσαν με τον ιδιοκτήτη του κέντρου να παίρνουν και αμοιβή.


Το κλαρίνο ήταν το ηγετικό όργανο σε κάθε τέτοια κομπανία και συνοδεύονταν από το βιολί, το λαούτο, τη κιθάρα, το ακορντεόν. κ.α.. Σήμερα εξακολουθεί ακόμα να κρατάει τα σκήπτρα παίζοντας τα περισσότερα σόλο και τη βασική μελωδία, ενώ τα υπόλοιπα όργανα έχουν πιο συνοδευτικό ρόλο.


Ο Νίκος Καλαμπάκας, πήρε τα πρώτα μαθήματα κλαρίνου σε δάσκαλο και έμαθε το όργανό του πρακτικά. Το «καλό αυτί» και η πολύωρη εξάσκηση ήταν οι βασικές αρετές του, μιας και ο καλός μάστορας ποιεί με τη δοσολογία της ψυχής του.


Τα χρόνια που πέρασαν του βάραιναν τα δάχτυλα και η σχέση με το κλαρίνο του ελαττώθηκε. Γεροντάκι πλέον θυμόταν και αναπολούσε τις ωραίες μουσικές στιγμές που του χάρισε το αγαπημένο όργανό του, το κλαρίνο.
Πέθανε 27 Μαϊου 2013 σε ηλικία 70 ετών.
Ακούστε παρακάτω δυο τραγούδια, "Ο Μπεράτης" και "Ο Μανάβης" του Νίκου Καλαμπάκα:

 Ο Μπεράτης


Ο Μανάβης



Το ακορντεόν


Το ακορντεόν είναι ένα μουσικό όργανο πνευστό με πλήκτρα και φυσούνα.
Έχει κι αυτό τον ίδιο μηχανισμό με το αρμόνιο, με τη διαφορά ότι είναι φορητό.
Το ακορντεόν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στη λαϊκή και παραδοσιακή μουσική της χώρας μας. Συνοδεύει κυρίως λαϊκές, ρεμπέτικες και δημοτικές ορχήστρες.


Στο Βαλτινό υπήρξαν τέσσερις βιρτουόζοι του ακορντεόν, οι οποίοι ασχολήθηκαν επαγγελματικά σε δημοτικές ορχήστρες, με το όργανο αυτό.
Πρόκειται για τον Βασίλειο Βότσιο, τον Ηλία Μαντέλα, τον Λάμπρο Σταυρέκα και τον Γιώργο Καλαμπάκα.
Αυτοδίδακτοι παραδοσιακοί μουσικοί, κατάφεραν να εξασκηθούν και να μάθουν τα μυστικά του οργάνου φτάνοντας έτσι, σε πολύ καλό επίπεδο δεξιοτεχνίας.



Έπαιζαν κυρίως, σε γάμους, πανηγύρια, αλλά και σε διάφορα κέντρα διασκέδασης.
Η μοναδικότητα του οργάνου, με τις συγχορδίες που σχηματίζονται από ένα μόνο κουμπί, έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργεί ένα ευρύ μουσικό ρεπερτόριο για την εκμάθηση του οργάνου.


Οι οργανοπαίκτες λοιπόν, φορούσαν τους ιμάντες, αγκάλιαζαν το ακορντεόν και πότε όρθιοι, πότε καθιστοί άρχιζαν να ξεδιπλώνουν τη μουσική τους.
Με το δεξί τους χέρι έπαιζαν τη μελωδία και με το αριστερό τους χέρι τη συνοδεία καθώς ανοιγόκλειναν τη φυσούνα.
Ποιος δεν θυμάται το γλυκό και τόσο γνώριμο ήχο αυτού του οργάνου.


Ποιος δεν θυμάται εκείνους, τους παλιούς παραδοσιακούς οργανοπαίκτες που στα χέρια τους, το ακορντεόν δημιουργούσε αριστουργήματα!
Τι υπέροχες μελωδίες, και τι όμορφα τραγούδια που ακούγονταν με τη συνοδεία αυτού του γλυκύτατου οργάνου!
Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο, που το ακορντεόν αγαπήθηκε και ενσωματώθηκε στη λαϊκή και παραδοσιακή μουσική πολλών λαών.


Το λαούτο 


Το λαούτο ή λαγούτο, είναι έγχορδο όργανο, που στην ελληνική παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιείται κυρίως σαν συνοδεία σε βιολί, ή άλλα όργανα.


Το λαούτο αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι). Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει μεγαλύτερο μπράτσο. Κουρδίζεται Μι λα ρε σολ, από κάτω προς τα πάνω. Είναι όργανο υποτιμημένο, ιδιαίτερα στις στεργιανές περιοχές -χρησιμοποιείται όμως αρκετά στα νησιά- παρόλα αυτά οι δυνατότητές του είναι πολύ μεγάλες.

Δεξιοτέχνες του λαούτου από το Βαλτινό ήταν ο Ευάγγελος Καλαμπάκας 

και ο Δημήτριος Μαντέλας.


Το βιολί


Το βιoλί είναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει 4 χορδές διαφορετικού τονικού ύψους (σολ, ρε, λα, μι), που χορδίζονται κατά διαστήματα πέμπτης και η μουσική του έκταση περιλαμβάνει 44 χρωματικούς φθόγγους.
Ο Ελληνικός λαός λέγοντας βιολιά (στον πληθυντικό) χαρακτηρίζει τις μικρές λαϊκές ή παραδοσιακές ορχήστρες από διάφορα όργανα όπως φλάουτο, κλαρίνο, ούτι, ντέφι, τσαμπούνα κλπ. που απαρτίζονται κυρίως σε γιορτές γάμων και πανηγύρια.



Το βιολί έχει ταστιέρα χωρίς τάστα, γεγονός που κάνει δύσκολη την εκμάθησή του. Οι χορδές του εκτείνονται κατά μήκος της ταστιέρας και στερεώνονται με κλειδιά στον χορδοστάτη, αφού περάσουν επάνω από ένα ξύλινο στήριγμα, τον καβαλάρη, που συγκρατείται στη θέση του από την πίεση των χορδών. Ο καβαλάρης μεταδίδει τις ταλαντώσεις των χορδών στο κούφιο (με αέρα) σκάφος που μεγεθύνει τον ήχο, λειτουργώντας κατ' ουσίαν ως αντηχείο. Στο εσωτερικό του οργάνου, κάτω από τον καβαλάρη, βρίσκεται ένα λεπτό ραβδάκι (ψυχή) που μεταβιβάζει τις ταλαντώσεις των χορδών στη ράχη του οργάνου, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση του χαρακτηριστικού ήχου του βιολιού.

Παραδοσιακός οργανοπαίχτης του βιολιού από το Βαλτινό ήταν ο Παναγιώτης Πέτρου.


Παρακάτω παρουσιάζονται μια σειρά από σχετικές φωτογραφίες παραδοσιακών μουσικών του Βαλτινού την ώρα του γλεντιού.
























































1 σχόλιο:

  1. Μπράβο παιδιά με την ωραία δουλειά που έχετε κάνει. Διατηρήστε την Παράδοση γιατί χανόμαστε. Μας πνίξανε οι λαθραίοι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή