Τα καφενεία και τα παντοπωλεία του Βαλτινού


Το πρώτο Καφεπαντοπωλείο του Βαλτινού
 
Τότε το μαγαζί του Βασίλη Καραθανάση έσφυζε από ζωή. 
Στρατιώτες, μουσικοί και κάτοικοι του χωριού μπροστά στο καφενείο την εποχή του 1950. 
Τα κλαρίνα και τα λαούτα κυριαρχούσαν και έδιναν το δικό τους χρώμα, 
στα διάφορα γλέντια των ανθρώπων του χωριού.

Παλαιότερα και μέχρι τη δεκαετία του 1960 το κεντρικότερο μέρος του Βαλτινού ήταν στο χώρο που βρίσκεται σήμερα ο ιερός ναός του Αγίου Αθανασίου.
Η κεντρική πλατεία του χωριού ήταν η πλατεία μπροστά στην εκκλησία, με πανέμορφα και πανύψηλα δέντρα δρυός, πεύκης και φτελιάς.
Παραπλεύρως και σε κτίσμα που βρίσκονταν στη θέση του σημερινού νηπιαγωγείου, υπήρχε το κοινοτικό γραφείο. Στην εκκλησία συστεγάζονταν και λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο και όπως ήταν αναμενόμενο εκεί κοντά, στο κέντρο του χωριού, άνοιξε και το πρώτο καφενείο.
Ήταν το 1931 όταν ο Βασίλειος Καραθανάσης άνοιξε στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού του, το πρώτο μαγαζί.

Στην αυλή του καφενείου η παρέα τα κουτσοπίνει. 
Καθισμένοι στα ξύλινα θρανία του σχολείου, οι θαμώνες του καφενείου, 
απολαμβάνουν το τσιπουράκι τους, και τα λένε.

Σ' αυτό το μαγαζάκι λοιπόν για τρείς δεκαετίες χτυπούσε ο παλμός της ζωής των κατοίκων του Βαλτινού.
Εκεί γύρω από τα τραπεζάκια μερικοί γέροντες θα έπαιζαν κολτσίνα ή ξερή και άλλοι θα παρακολουθούσαν καπνίζοντας το τσιγάρο τους ή το τσιμπούκι τους.

Σε κάποιο άλλο τραπέζι, άλλοι μεσόκοποι θα κουτσοπίνανε το τσιπουράκι τους, με μεζέ στραγάλια, ή ένα κουτί κονσέρβα «ρώσικη», και άλλοι θα απολάμβαναν το κριθαρένιο καφεδάκι τους.


Αριστερά διακρίνονται τα τραπεζοκαθίσματα από το καφεπαντοπωλείο.
Πίσω από τον μικρό διακρίνεται το παλιό κοινοτικό γραφείο Βαλτινού (Φωτο 1959)
Μόλις έπαιρνε και βράδιαζε, ο μαγαζάτορας, άναβε τη λάμπα του πετρελαίου ή το λούξ, καθότι ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε, και φέρνοντας το ποτηράκι του θα ενώνονταν με την παρέα και θα συζητούσαν διάφορα θέματα.
Όμως τότε το μικρό καφενεδάκι λειτουργούσε και σαν μπακάλικο. Εκεί, οι κάτοικοι του χωριού έκαναν τα λιγοστά ψώνια για τις βασικές ανάγκες τους.

Το σπίτι όπου στον επάνω όροφο κατοικούσε η οικογένεια του Βασιλείου Καραθανάση 
και κάτω υπήρχε το καφεπαντοπωλείο.

Από εκεί αγόραζαν το λάδι τους το σαπούνι τους, τον καφέ τους, το ρύζι τους, τα μακαρόνια τους κλπ.
Τότε, ήταν αρκετά διαδεδομένο οι συναλλαγές να γίνονται με την ανταλλαγή των προϊόντων και γι’ αυτό  οι περισσότεροι άνθρωποι ψώνιζαν με σιτάρι, με καλαμπόκι, με αυγά, αντί για χρήματα.
Φυσικά δεν έλειπε και το μπακαλοδέφτερο που δέχονταν τα βερεσέδια, καθότι η φτώχεια και η ανέχεια την εποχή εκείνη έπληττε τους ανθρώπους.
Κάθε βδομάδα ο μαγαζάτορας έζευε το άλογό του και με το κάρο του, πήγαινε στα Τρίκαλα, να προμηθευτεί το εμπόρευμα για το μαγαζί του.
Ολόκληρη η οικογένεια βοηθούσε για την κάλυψη των αναγκών και εργάζονταν ολημερίς για τις απαιτήσεις του μαγαζιού.
Από το 1952 και για 7 χρόνια λειτούργησε υπό την Διεύθυνση Νικολάου Ηλία Καραθανάση και Κωνσταντίνου Βασιλείου Καραθανάση
Όμως, όλα τα πράγματα που έχουν αρχή, έχουν και τέλος.
Έτσι και το πρώτο καφεπαντοπωλείο του Βαλτινού έκλεισε για πάντα τις πόρτες του, το 1959 και μαζί του έκλεισε ένας κύκλος τριών δεκαετιών που σημάδεψε τη ζωή των κατοίκων του χωριού.

Ο,τι απόμεινε σήμερα, από το άλλοτε Καφεπαντοπωλείο. Η φθορά του χρόνου εξαφανίζει σιγά σιγά κάθε ίχνος.



Το μπακάλικο του Νικόλα Καραθανάση



Ένα άλλο κατάστημα που ήταν συνδεδεμένο, παλιότερα, με τη ζωή των κατοίκων του Βαλτινού, ήταν το μπακάλικο του Νικόλα Καραθανάση. Σ΄ αυτό το μαγαζάκι χτυπούσε ο παλμός της ζωής των κατοίκων για πολλές δεκαετίες.
Άρχισε τη λειτουργία του το 1960, υπό την διεύθυνση του Νικόλαου Καραθανάση και εκεί εργάζονταν όλη η οικογένειά του.
Ήταν για την εποχή του ένα αξιόλογο καφεπαντοπωλείο με ποικίλα προϊόντα, από τρόφιμα και ποτά έως υποδήματα, γυαλικά, εγχώρια προιόντα, είδη οικοδομών και γραφικής ύλης. Είχε και την αντιπροσωπία της μπύρας ΚΑΡΟΛΟΣ ΦΙΞ Α.Ε.


Όλα τα είδη ήταν εκτεθειμένα σε όλες τις μεριές του μπακάλικου μέσα σε ανοιχτά βαρέλια και τσουβάλια, όπως το ρύζι, η ζάχαρη, το αλεύρι δίπλα στη ναφθαλίνη, το στάρι, το τσάι του βουνού, η ποτάσα κ.α.
Στη μέση υπήρχε ένας μεγάλος πάγκος με μια μόστρα (βιτρίνα), μέσα στην οποία ήταν στοιβαγμένα τα κεφαλοτύρια, τα κασέρια, τα σαλάμια αέρος, ενώ δίπλα στον πάγκο το βαρέλι με το τυρί και οι γκαζοτενεκέδες με το βούτυρο. Κάπου στο βάθος υπήρχε ένα μεγάλο τεπόζιτο και αραδιασμένα στη σειρά σιδερένια βαρέλια γεμάτα λάδι κάθε ποιότητας.


Στα ράφια του ήταν τοποθετημένα τα χαρτικά, τα απορρυπαντικά, οι κονσέρβες, τα ποτά κ.α.
Πιο πέρα βαρέλια με κρασί και πλάι σ΄ αυτά άλλο βαρέλι με πετρέλαιο και εκείνες οι στρόγγυλες με αχυρένια πλέξη δαμιτζάνες γεμάτες τσίπουρο και οινόπνευμα, ενώ καταγής υπήρχαν λογιών – λογιών μέτρα, όπως η οκά, η μισή, το κατοστάρι, το πενηνταράκι.
Ενώ μέσα στο χώρο διαχέονταν μια ανάμιχτη μυρωδιά, που προέρχονταν από τον μπακαλιάρο, την ναφθαλίνη, το τσίπουρο, τα τυριά, το πετρέλαιο, τα λουκάνικα, το οινόπνευμα κλπ. Άλλωστε η μυρουδιά ήταν αναπόφευκτη εξ αιτίας αυτών των ετερόκλιτων προϊόντων που υπήρχαν τότε σε κάθε μπακάλικο.

Από το 1966 ως το 1969 το "δούλεψε" ο Ηλίας Καραθανάσης (γιός του Νικόλα) με την σύζυγό του Τασούλα.



Το μπακάλικο του Ευάγγελου Βότσιου


Από το 1969 έως το 1983 την εκμετάλλευση του καφεπαντοπωλείου του Νικόλαου Καραθανάση ανέλαβε ο Ευάγγελος Βότσιος με την οικογένειά του. 




Το παλιό καφεπαντοπωλείο λειτουργούσε τώρα παράλληλα και σαν ψησταριά, ουζοπωλείο, κρεοπωλείο και επιπλέον είδη μαναβικής.


Πολλές φορές εκεί σερβίριζαν κρασί, τσίπουρο, και μεζέδες, όπως κοκορέτσι, κεμπάπ, σουβλάκια, ελιές, ντομάτα, τυρί, σαλάμι, αυγά, ψάρι σε κονσέρβα, τηγανητό μπακαλιάρο, κα.
Η πρώτη τηλεόραση στο χωριό εκεί πρωτοεμφανίστηκε και η πελατεία αυξήθηκε κατακόρυφα.



Εκεί υπήρχε και το κοινοτικό τηλέφωνο και εξυπηρετούσε τις τηλεπικοινωνιακές ανάγκες όλων των κατοίκων του Βαλτινού.



Κατά καιρούς την διεύθυνση του καταστήματος την ανέλαβαν διάφοροι επαγγελματίες οι οποίοι το λειτούργησαν πότε σαν ταβέρνα, και πότε σαν καφενείο. 


Αργότερα στον χώρο αυτό λειτούργησε για μερικά χρόνια η ψησταριά - Ταβέρνα του Νικολάου Καλαμπάκα.

Στη συνέχεια την εκμετάλλευση του καταστήματος ανέλαβε ο Ευάγγελος Δημητρίου Σταμούλης και το λειτούργησε ως νεανική καφετέρια, με την ονομασία "Play Room"
Από το 2000 και μετά την εκμετάλλευση του καταστήματος ανέλαβε ο Βασίλης Καλαμπάκας με τον γιο του Σταύρο και το λειτούργησαν ως ταβέρνα - ψησταριά.




Το καφενείο «Τα χίλια δέντρα»


Ένα από τα ιστορικά καφενεία του Βαλτινού που άφησε εποχή τη δεκαετία του 1960, ήταν αυτό που έφερε την ονομασία «τα χίλια δέντρα», των αδελφών Ευάγγελου Καλαμπάκα.


Βρίσκονταν στο κτίσμα που στέγαζε πρώτα το παλιό κοινοτικό γραφείο Βαλτινού, στην σημερινή πλατεία της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου, εκεί που τώρα βρίσκεται το νηπιαγωγείο.
Το καφενείο άρχισε την λειτουργία του το 1960 και γνώρισε μεγάλες δόξες. Ήταν μια οικογενειακή επιχείρηση όπου την εκμετάλλευση είχαν, ο Ευάγγελος Καλαμπάκας με τα παιδιά του.


Εκεί συχνάζανε οι κάτοικοι και έπιναν τα καφεδάκια τους, τα τσιπουράκια τους, τις μπύρες και τα αναψυκτικά τους, και πότε, πότε έπαιζαν και κανένα «χαρτάκι» της τράπουλας. Και όπως συνήθως γίνονταν τότε, με όλα τα μαγαζιά αυτού του είδους, λειτουργούσε και ως μικρό μπακάλικο. Διέθετε τα απαραίτητα είδη πρώτης ανάγκης και εξυπηρετούσε την γειτονιά.


Επειδή το καφενείο βρίσκονταν κοντά στην εκκλησία σε κάθε γιορτή, πανηγύρι ή γάμο απλώνανε τραπεζοκαθίσματα και στον προαύλιο χώρο του ναού και έτσι γέμιζε από πελάτες και έβγαινε το μεροκάματο.
Οι παλαιότεροι έχουν πολλές αναμνήσεις από διάφορες ιστορίες και από τα διάφορα γλέντια που στήνονταν σ΄ αυτό το καφενείο.


Η λειτουργία του σταμάτησε σχετικά σύντομα, όπου το 1970 έγινε γαλατάδικο και μετά από λίγα χρόνια το κτίριο γκρεμίστηκε και στη θέση του κτίστηκε εκεί το σημερινό νηπιαγωγείο.



Έμειναν μόνο κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες ως ιστορικά τεκμήρια να θυμίζουν τα «χίλια δένδρα» αλλά και να φέρνουν στην επικαιρότητα χίλιες παλιές εικόνες του χωριού…



Το καφενείο "Στέκι" του Βασίλη Σταμούλη


Ένα άλλο καφενείο συνδεδεμένο με τη ζωή των κατοίκων του Βαλτινού ήταν αυτό του Βασιλείου Σταμούλη. Είχε την επωνυμία «Το στέκι».
Άρχισε τη λειτουργία του το 1957-58 υπό την διεύθυνση του Βασιλείου Σταμούλη και στη συνέχεια το ανέλαβε ο γιός του Σιώκας Σταμούλης.



Για μια εικοσαετία λειτουργούσε και πρόσφερε τις υπηρεσίες στους κατοίκους του Βαλτινού, στην αρχή ως καφενείο και στη συνέχεια, και ως ψησταριά. Η λειτουργία του σταμάτησε το 1976 όπου κατεδαφίστηκε το κτίριο και στη θέση του κτίστηκε η σημερινή οικία του Βασιλείου Β. Σταμούλη. 


Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς για αυτό το περίφημο μαγαζάκι. Ξεκίνησε τη λειτουργία του με τα υποτυπώδη μέσα της εποχής. Ένα γραμμόφωνο για μουσική, δυο τράπουλες για κανένα χαρτάκι, ένα μπρίκι κι ένα καμινέτο για το ψήσιμο του καφέ, ένα ψυγείο με πάγους που συντηρούσε εκεί τα διάφορα προϊόντα το καλοκαίρι. 


Εκεί τις Κυριακές αλλά και τις καθημερινές αντάμωναν οι άνθρωποι του χωριού και έπιναν το καφεδάκι τους, το αναψυκτικό τους, το ποτό τους, και περνούσαν την ώρα της σχόλης. 


Εκεί στα πανηγύρια και στα γλέντια του χωριού έρχονταν διάφορα δημοτικά συγκροτήματα με τις περιώνυμες ντιζέζες (τραγουδίστριες) και τις προκλητικές μίνι φούστες τους. να διασκεδάζουν τον κόσμο, αλλά να προκαλούν και τα ήθη. 


Εκεί έρχονταν οι περιοδεύοντες κινηματογραφιστές, ο Πολυμερόπουλος, ο Νιζάμης, ο Κοτοπούλης και έστηναν τον κινηματογράφο τους και προβάλλανε τις μεταπολεμικές δακρύβρεχτες ταινίες με το Νίκο Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση. 


Ο Καραγκιοζοπαίχτης εκεί έστηνε τον μπερτέ του και έδινε τις παραστάσεις του. Εκεί οι Ταχυδακτυλουργοί, οι μάγοι και ότι είχε σχέση με τα διάφορα θεάματα της εποχής.


Αργότερα ήρθε η τηλεόραση, μετά τα τζουκ μποξ και το καφενείο λειτούργησε και σαν ψησταριά.
Μεγάλος ψήστης ο Σιώκας Σταμούλης. Έψηνε και σερβίριζε κεμπάπ, κοκορέτσι, σουβλάκια, λουκάνικα και μοσχοβολούσε ο τόπος από τις μυρουδιές.



Τα καλοκαίρια που τις Κυριακές γίνονταν η περίφημη βόλτα στη Δημοσιά, τα τραπεζοκαθίσματα γέμιζαν από πελάτες και το μεροκάματο ήταν πολύ καλό.


Στο τζουκ μποξ ακούγονταν συνέχεια τα σουξέ της εποχής και τα μερακλώματα «έπαιρναν και έδιναν», οι ζεϊμπεκιές διαδέχονταν η μια την άλλη και το κέφι έφτανε στο αποκορύφωμα. 


Κάπου κάπου κάποιος γεροδεμένος μάγκας την ώρα που χόρευε τη ζεμπεϊκιά του άρπαζε το ξύλινο τραπέζι ή την καρέκλα με τα δόντια και τα σήκωνε επιδεικνύοντας τις χορευτικές αλλά και τις μυϊκές δυνατότητές του. 


Στα πανηγύρια και στις γιορτές του χωριού ο κόσμος έβγαινε οικογενειακώς και έπιανε τραπέζι στο μαγαζί και διασκέδαζε μέχρι πρωίας. Τα γκαρσόνια δεν προλάβαιναν να σερβίρουν τους πελάτες και στην ψησταριά δεν έπαιρνες σειρά. 


Είκοσι ολόκληρα χρόνια λειτούργησε αυτό το μαγαζάκι και σημάδεψε την ιστορία του χωριού μέχρι που κάποια στιγμή έκλεισε δια παντός τις πόρτες του. 



Η ψησταριά του Καστρακίδα



Η ψησταριά του Καστρακίδα μεσουρανούσε την εικοσαετία 1970 – 1990 και υπήρξε ένα από τα αγαπημένα στέκια πολλών μερακλήδων θαμώνων του χωριού.
Σε ένα μικρό εσωτερικό χώρο 5 Χ 5, με μια αυλή κάπως μεγαλύτερη και με ελάχιστα τραπεζοκαθίσματα άρχισε τη λειτουργία του το μικρό αυτό μαγαζάκι. 

Βρίσκονταν στον χώρο που είναι σήμερα το σπίτι του κ. Γιώργου Σκαπέτη, εγγονός του Σωτήρη Βότσιου.


Ξεκίνησε την λειτουργία του στις αρχές του 1969. Στην αρχή την εκμετάλλευση της ψησταριάς την είχαν συνεταιρικά ο Σωτήριος Βότσιος μαζί με τον Παναγιώτη Πέτρου. Ο συνεταιρισμός αυτός κράτησε για ένα περίπου χρόνο. 


Από τότε και μέχρι που έκλεισε τελείως, την ψησταριά την δούλευε ο Σωτήρης Βότσιος με την γυναίκα του.
Ποικίλες εικόνες κι αναμνήσεις υπάρχουν από τη λειτουργία της άλλοτε ψησταριάς του «Καστρακίδα». 



Γραφική φιγούρα ο μπάρμπα Σωτήρης Βότσιος, ο «Καστρακίδας», όπως τον αποκαλούσαν όλοι στο χωριό, με την άσπρη ποδιά του στη μέση, την γαράφα του τσίπουρου στη μασχάλη και την πετσέτα του στον ώμο. Έψηνε και σερβίριζε τους πελάτες πάντα πρόσχαρος. Ετοιμόλογος, όπως ήταν, επικοινωνιακός και διπλωμάτης, με απεριόριστο χιούμορ, διατηρούσε τις καλύτερες σχέσεις μαζί τους, και κέρδιζε τη συμπάθεια όλων. 


Τα καλοκαίρια που τις Κυριακές γίνονταν η περίφημη βόλτα στη Δημοσιά τα τραπεζοκαθίσματα του «Καστρακίδα» γέμιζαν από πελάτες και το μεροκάματο ήταν πολύ καλό. Σερβίριζε από καφέδες και αναψυκτικά μέχρι κρασιά μπύρες τσίπουρο και διάφορα ποτά. Στην ψησταριά του, έψηνε σουβλάκια, λουκάνικα και κοτόπουλα τα οποία σερβίριζε στη λαδόκολα. Ενώ η γυναίκα του ετοίμαζε μαγειρευτούς μεζέδες για τα τσίπουρα και διάφορες σαλάτες της εποχής. 


Εποχή που τα τζουκ μποξ είχαν την πρωτοκαθεδρία στα μουσικά δρώμενα και ο καθένας είχε την δυνατότητα της μουσικής του προτίμησης. Έριχνε το κέρμα στο τζουκ μποξ και πατώντας τα πλήκτρα J - 9 ή Κ - 4 ή… επέλεγε και άκουγε τα σουξέ τραγούδια του Άκη Πάνου, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Καλδάρα… με τις υπέροχες φωνές του Στέλιου Καζανζτίδη, της Ρίτας Σακελαρίου, του Δημήτρη Μητροπάνου…
Τα μερακλώματα «έπαιρναν και έδιναν», οι ζεϊμπεκιές διαδέχονταν η μια την άλλη και το κέφι έφτανε στο ναδίρ.
Δεν έλειπαν όμως και οι διάφορες παρεξηγήσεις μεταξύ των πελατών όπου άναβαν τα αίματα και ξεσπούσε ο καβγάς. Κάποιες φορές ερχόταν και στα χέρια», αναποδογύριζαν τραπέζια έσπαγαν ποτήρια και μπουκάλια και υπήρξαν και κάποιες φορές που έσπαγαν και τις τζαμαρίες του καταστήματος.


Έζησε πολλά αυτό το μαγαζάκι… Εκεί χτυπούσε ο παλμό της διασκέδασης για είκοσι περίπου χρόνια. Η λειτουργία του σταμάτησε μόνο όταν τα βαθειά γεράματα του ιδιοκτήτη του δεν του επέτρεπαν να το δουλέψει.
Στη συνέχεια ο χώρος νοικιάστηκε σε φαρμακείο και κάποια στιγμή το κτίριο γκρεμίστηκε μαζί με τις αναμνήσεις του, για τις ανάγκες ανοικοδόμησης νέα οικίας.




Το καφενείο του Τζατζά


Το καφενείο του "Τζατζά" λειτούργησε για λίγα χρόνια κατά τη δεκαετία του 1960, υπό την Διεύθυνση του Γεωργίου Βότσιου. 
Ήταν ένα μικρό απλό καφενείο σε κτίριο που βρίσκονταν στη θέση της οικίας του Βασιλείου Βότσιου.



Το καφενείο του Τάσου Σταμούλη



Το καφενείο του Τάσου Σταμούλη ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1970.





Η ψησταριά του Αθανασίου Τσιατσάβα





Το καφενείο του Σωκράτη Γεωργίου



Η ψησταριά του Σωκράτη Γεωργίου με την επωνυμία "Ο Σωκράτης" ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1982.






Η Ψησταριά του Αθανασίου Βότσιου





Η Ταβέρνα "Το Μινόρε" του Κων/νου Τσιγάρα





Η Ταβέρνα "Το μινόρε" που βρίσκονταν στην οικία του Ευαγγέλου Τσιγάρα λειτούργησε για 3 χρόνια υπό την Διεύθυνση του Κωνσταντίνου Αντωνίου Τσιγάρα το 1984.


Το Καφε Μπάρ - Ψησταριά του Λάκη Βότσιου



Η Καφέ-Πίτσα -Ψησταριά "Τα πλατάνια" του Βασιλείου Βότσιου ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1984 και συνεχίζει μέχρι και σήμερα. 
Ο πανέμορφος εσωτερικός αλλά και ο προαύλειος χώρος καθώς και οι εξαιρετικές παρεχόμενες υπηρεσίες του καταστήματος έχουν καταστήσει, για χρόνια, την φήμη για μια από τις καλύτερες ταβέρνες της περιοχής. 







Η Ταβέρνα "Τα σούρτα Φέρτα" του Σωτήρη Ριζαργιώτη





Ταβέρνα - Πιτσαρία "Τα Σούρτα Φέρτα" υπό την Διεύθυνση του Αντωνίου Βότσιου 













Το καφενείο του Γιώργου Μπαντόλια



Το καφεπαντοπωλείο του Γιώργου Μπαντόλια ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1967. Λειτουργούσε με τον παραδοσιακό τρόπο και ως καφενείο και ως μπακάλικο. Χαρακτηριστικές ήταν οι εικόνες και οι σκηνές του καφενείου τόσο κατά τη θαλπωρή των χειμερινών ημερών όσο και κατά το καλοκαίρι στον υπαίθριο χώρο κάτω από τις παχυοήσκιωτες καναδίσιες λεύκες του.
Εκεί φιλοξενήθηκε για πολλά χρόνια και το μοναδικό κεντρικό τηλέφωνο του χωριού.
Από το 1988 έως 1992 λειτούργησε ως Σούπερ Μάρκετ με την επωνυμία "Κύκνος" υπό την διεύθυνση της Βαΐτσας Μπαντόλια. Στη συνέχεια κατά καιρούς άλλαξε διάφορες διευθύνσεις ("ΚΙΣΣΑΣ", "ΜΠΑΛΗΣ",  "ΚΑΡΑΟΥΛΑΣ", "ΚΑΛΥΒΑΣ").



Το καφέ - Ζαχαροπλαστείο «Το νούφαρο» στο Βαλτινό


Το καφέ - Ζαχαροπλαστείο "Το νούφαρο" του Γιάννη και Παναγιώτας Πέτρου ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1998 και έκλεισε το 2002.




Το Fast Food «Ο γυρος του κόσμου» στο Βαλτινό


Με το κλείσιμο του καφέ - Ζαχαροπλαστείο "Νούφαρο" τον χώρο ανακαίνισαν και μετέτρεψαν σε Fast foood με την επωνυμία "Ο γύρος του κόσμου", οι Αφοί Πέτρος και Κώστας Σταμούλης. 
Έτσι από το 2002 μέχρι και σήμερα το κατάστημα λειτουργεί προσφέροντας τις υπηρεσίες στους κατοίκους του Βαλτινού και όχι μόνον.






Το καφενείο του «Μάμαλη» στο Βαλτινό


Τα παραδοσιακά καφενεία, ως χώροι κοινωνικότητας, με όλους τους συμβολισμούς και τους μυστικούς κώδικες, υπήρξαν πυρήνες πολιτισμού μιας άλλης εποχής που αποτελούσαν σημαντικό θεσμό των τοπικών κοινωνιών και μάρτυρες μιας εποχής όπου "των Ελλήνων οι κοινότητες" διαμόρφωναν την ιδιαίτερή τους ταυτότητα». 


Ένα τέτοιο παραδοσιακό καφενείο λειτουργεί και στο Βαλτινό εδώ και χρόνια.
Πρόκειται για το καφενείο του «ΜΑΜΑΛΗ» που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και λειτουργεί παραδοσιακά ως στέκι ανδρικό, όπου ο άνδρας, δηλώνει την παρουσία του στην κοινωνία. «Χάθηκες από το καφενείο σημαίνει χάθηκες από την πιάτσα, από την κοινωνική ζωή».


Το καφενείο του «Μάμαλη» άρχισε να λειτουργεί στο τέλος της δεκαετίας του1980 ως ένα απλό, λαϊκό, επαρχιακό καφενείο, με μια ενιαία αίθουσα, μεγάλα παράθυρα, ξύλινα και μεταλλικά τραπέζια και ψάθινες καρέκλες.
Στους τοίχους διάφορα διακοσμητικά κάδρα, φωτογραφίες, ανακοινώσεις, ένας μαυροπίνακας με τον τιμοκατάλογο του μαγαζιού, ένας καθρέφτης, μια κρεμάστρα κ.α.


Ένας πάγκος, χωρίζει τον δημόσιο χώρο των θαμώνων από τον ιδιωτικό χώρο της κουζίνας, μια σόμπα με μπουρί στο κέντρο του μαγαζιού ζεσταίνει τους πελάτες τον χειμώνα, ενώ ένας πλάτανος σκιάζει έξω την αυλή το καλοκαίρι.


Ο ιδιοκτήτης του καφενείου Αντώνης Μάμαλης με την γυναίκα του Αγγελική (Κούλα) και τα παιδιά τους, εξυπηρετούν για χρόνια τώρα, τους πελάτες καθημερινά, από το πρωί έως το βράδυ.


Το καφενείο τους είναι μια οικογενειακή επιχείρηση που απασχολείται όλη η οικογένεια.
Η δουλειά τους είναι από τις δυσκολότερες, καθότι η ορθοστασία από το πρωί ως το βράδυ καθώς και το συνεχές ωράριο καταπονεί τον οργανισμό. 


Όσοι έχουν καφενεία δεν γνωρίζουν αργίες, γιορτές, και σχόλες. Είναι πάντα εκεί στη δουλειά τους να εξυπηρετήσουν τους πελάτες.


Μέσα στην πολυφωνία του καφενείου καφές σημαίνει εφημερίδα, τσιγάρο, απομόνωση και περισυλλογή.


Ένα βήμα κοινωνικοποίησης είναι τα τυχερά παιχνίδια: τάβλι και χαρτιά. Ακολουθούν τα προσφερόμενα ποτά και εδέσματα, αναψυκτικά, κρασιά, μπύρες, τσίπουρα μεζέδες, καλαμπούρια, πειράγματα, κουτσομπολιά και όπως το επιτάσσει η κουλτούρα του καφενείου, η πελατεία του μαγαζιού μετατρέπεται σε μια παρέα. Πολιτική και ποδόσφαιρο είναι τα κύρια θέματα συζήτησης των ανδρών. Σε περίοπτη θέση η τηλεόραση ανοιχτή όποτε έχει αγώνες ή ειδήσεις.


Χειμώνα - καλοκαίρι, πρωί - μεσημέρι – βράδυ το στέκι των μεσηλίκων και ηλικιωμένων σφύζει από ζωή. 
Το καφενείο του «Μάμαλη» μετράει 25 χρόνια λειτουργίας στο Βαλτινό και εκτός από σημείο αναφοράς, αποτελεί και τον ακρογωνιαίο λίθο της ταυτότητας του χωριού, τόσο σε επίπεδο ατομικής ύπαρξης όσο και σε συλλογικό επίπεδο.



Γι' αυτό οι Βαλτσινιώτες, από το καφενείο του "Μάμαλη", έχουν να θυμηθούν πολλές και καλές αναμνήσεις!!! 




Το Καφέ «ΣΥΧΝΟΤΗΤΕΣ» στο Βαλτινό

 Το καφέ "Συχνότητες" του Κώστα και Θωμά Βότσιου ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1986 μέχρι το 1998. Νεανικό στέκι που πρόσφερε καφέ, ποτά και ηλεκτρωνικά παιχνίδια. Το 1998 ανακαινίστηκε και μετονομάστηκε σε "Καφέ Ηλεκτρόφωνο". 








Το Καφέ «ΗΛΕΚΤΡΟΦΩΝΟ» στο Βαλτινό



Αξιοποιώντας την πείρα, την έμπνευση, τη γνώση αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες ανάγκες των καιρών, οι υπεύθυνοι του Καφέ «ΗΛΕΚΤΡΟΦΩΝΟ» στο Βαλτινό, Μάκης & Κώστας Βότσιου, ανακαινίσανε το χώρο του καταστήματός τους και έδωσαν τον χαρακτήρα που αντιπροσωπεύει το στυλ και την προσωπικότητά τους.
Σε έναν φιλόξενο και ζεστό χώρο, όπου μελετήθηκαν και αξιοποιήθηκαν όλες οι δυνατότητες που αφορούν την λειτουργικότητα, την ποιότητα και την αισθητική, πέτυχαν ένα άριστο επίπεδο αποτελεσματικότητας και δημιούργησαν ένα νέο ξεχωριστό και προσεγμένο περιβάλλον με στυλ, άποψη και γούστο.

Έτσι επιτεύχθηκε ο στόχος τους, που ήταν η δημιουργία ενός χώρου που να εγγυάται την άνεση, την ευχάριστη διάθεση και την ικανοποίηση των πελατών τους.
Από τότε μέχρι και σήμερα, το νέο ανακαινισμένο Καφέ «ΗΛΕΚΤΡΟΦΩΝΟ» προσφέρει τις υπηρεσίες του και αποτελεί την εναλλακτική πρόταση της περιοχής, όπου την ημέρα, αλλά και το βράδυ αποκτά ζωή προσελκύοντας τη νεολαία.








Το Καφέ «FUEGO» στο Βαλτινό














Το Καφέ «LOCAL» στο Βαλτινό











2 σχόλια:

  1. Ευχαριστω φιλε μου! Γευση απο μια παλια Ελλαδα που ηξερα και θυμαμαι και γευση απο μια καινουργια Ελλαδα, ευχαριστη, συγχρονη, χαρουμενη, αλλα παντα Ελληνικη μεχρι κοκκαλο! Ακομα και το κοκορετσι μου μυρισε εδω στην ξενητια!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστω φιλε μου! Γευση απο μια παλια Ελλαδα που ηξερα και θυμαμαι και γευση απο μια καινουργια Ελλαδα, ευχαριστη, συγχρονη, χαρουμενη, αλλα παντα Ελληνικη μεχρι κοκκαλο! Ακομα και το κοκορετσι μου μυρισε εδω στην ξενητια!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή