Ο παραδοσιακός γάμος στο Βαλτινό





Ανάμεσα στη γέννηση και το θάνατο, ο γάμος συμπληρώνει το θεμελιώδες τρίπτυχο της πορείας του ανθρώπου. Θεωρείται, επίσης, ο μόνος κοινωνικά αποδεκτός και νόμιμος θεσμός για τη συμβίωση και το πρωτοκύταρο της οικογένειας. Ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα από τα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα του χωριού. Γι' αυτό καταβάλλονταν κάθε προσπάθεια να τελεστεί σε ατμόσφαιρα χαράς και λαμπρότητας.


Στο Βαλτινό τα ήθη και τα έθιμα του γάμου ήταν παραπλήσια με αυτά των γειτονικών χωριών. Οι προετοιμασίες άρχιζαν τη Δευτέρα πριν το γάμο και τελείωναν τη Δευτέρα, μετά το γάμο, δηλαδή εφτά ολόκληρες ημέρες.
Πριν αρχίσουμε την παρουσίαση των στοιχείων μας, για το γάμο θα πρέπει να αναφερθούμε και στην γνωριμία του ζευγαριού.
Τα αυστηρά ήθη και έθιμα της εποχής δεν επέτρεπαν την επικοινωνία και ως εκ τούτου την άμεση γνωριμία των ζευγαριών. Γι’ αυτό το λόγο, πολλές φορές την γνωριμία την προξενούσαν οι προξενητάδες και οι προξενήτρες, που ενεργούσαν από δική τους πρωτοβουλία, ή κατόπιν εντολής συγγενών, ή από ενδιαφέρον, ή με την προσμονή κάποιας αμοιβής.



Οι προξενητάδες ήταν συνήθως, ηλικιωμένα άτομα με πείρα και με πειστικότητα στο λόγο τους. Κάπως έτσι, άρχιζαν οι συνεννοήσεις ή οι διαπραγματεύσεις και τα παζαρέματα, ιδιαιτέρως με το αιώνιο θέμα του καθορισμού της προίκας. Οι προξενητάδες και οι προξενήτρες ήξεραν να σφυγομετρούν τις αδυναμίες και τον συναισθηματισμό.
 Ήταν έξυπνοι, ετοιμόλογοι, άτομα που γνώριζαν, καλά, πρόσωπα και πράγματα στο χωριό.
Οι γονείς συζητούσαν μαζί τους τα προσόντα της νύφης και του γαμπρού προσθέτοντας, επιπλέον και την προίκα της υποψήφιας νύφης.
Εάν τα κανόνιζαν προχωρούσαν στη διαδικασία για τις προετοιμασίες των αρραβώνων και του γάμου.
Δεν έλειπαν βεβαίως, και οι περιπτώσεις, λίγες όμως, κατά τις οποίες μια νέα και ένας νέος που τύχαινε να αγαπιούνταν, επέβαλαν τη θέλησή τους στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Εάν δεν το κατάφερναν, ακολουθούσε η εκούσια απαγωγή, (το κλέψιμο).



Το ξεκίνημα του γάμου
Τη Δευτέρα πρωί-πρωί τα πεθερικά του γαμπρού και της νύφης ανέβαιναν καβάλα στα γαϊδουράκια και έπαιρναν το δρόμο για τα Τρίκαλα. Περνούσαν τη Σαλαμπριά και δια μέσου Ρογκίων και Πύργου έφταναν στα εμπορικά μαγαζιά των Τρικάλων, προκειμένου να ψωνίσουν τα απαραίτητα για το γάμο.
Ενώ οι στενές φίλες της νύφης η οι συγγενείς της, θείες, ξαδέλφες κ.λ.π., καθάριζαν το σπίτι και έπαιρναν τα προικιά και τα έπλεναν σε κάποια βρύση.


Το απόγευμα της ίδιας μέρας τα μπρατίμια (βλάμιδες), καλούσαν τους συγγενείς και τους φίλους με μια κόφα που ήταν γεμάτη κρασί και στολισμένη με κουφέτα ή με ένα μήλο, ή  με λουλούδια.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι αν ξεχνούσαν να καλέσουν κάποιον, δεν πήγαινε στο γάμο και μετά το κρατούσε πείσμα.
Τελευταία το κάλεσμα το είχαν αναλάβει οι αντίστοιχες μητέρες της νύφης και του γαμπρού.


Την Τρίτη, οι φίλες και οι συγγένισσες της νύφης, σιδέρωναν τα προικιά και τα ετοίμαζαν για την έκθεση. Όταν η έκθεση των προικιών ήταν έτοιμη, πήγαιναν οι γυναίκες και τα κορίτσια του χωριού για να δούνε τα χιλιοκεντημένα και πολύχρωμα πλεκτά και υφαντά της.
«Το κέντισμα 'νι γλέντισμα κι η ρόκα 'νι σιργιάνι
και το τσικρίκι κι ο αργαλειός είναι σκλαβιά μιγάλη».
Τα προικιά ήταν μια θαυμάσια απόδειξη της δεξιοτεχνίας των κοριτσιών, τα οποία χρόνια ολόκληρα υφαίνανε στον αργαλειό καραμελωτές, κιλίμια, φλοκάτες, μαντανίες, μαξιλάρια, σταυρωτά, τροβάδες, δισάκια κλπ.
Ενώ στα χειμωνιάτικα νυχτέρια κεντούσαν πάντες, τζακόπανα, μαξιλαράκια,
κρεβατόγυρους, τραπεζομάντιλα και άλλα απαραίτητα για το στήσιμο του νέου νοικοκυριού. Απαραίτητο στη προίκα το σεντούκι σκεπασμένο με το τραπεζομάντηλο και όλα ήταν τακτοποιημένα με γούστο και μεράκι.
Κάθε οικογένεια πήγαινε το δώρο της και ευχόντουσαν «Καλά στέφανα».
Στους επισκέπτες πρόσφεραν λουκούμι και καθώς θαύμαζαν τα προικιά τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι:
 "Το βλέπεις κείνο το βουνό, το κορφανταριασμένο,
που 'χ'ανταρίτσα στην κορφή κι καταχνιά στη μέση;
Εκεί 'ναι πύργος γυάλινος, πύργος μαλαματένιος.
Εκεί κοιμάται μια ξανθή, ξανθή γαλανομάτα.
Το πως θα την ξυπνήσουμε, το πως θα της το πούμε.
Ξύπνα καημένη Αναστασιά, ξύπνα και μην κοιμάσαι
Σήκω ν' ανάψεις τη φωτιά, να σβήσεις το λυχνάρι.
Μας πήρε η μέρα κι η αυγή, το δόλιο μεσημέρι".



Την Τετάρτη τα μπρατίμια και οι συγγενείς γύρναγαν σ' όλο το χωριό και μάζευαν με το κάρο καρέκλες, τραπέζια, καναπέδες, πάγκους, καθώς και καζάνια, κουτάλια, πιάτα, ποτήρια κλπ. που τους δάνειζαν οι χωριανοί, προκειμένου να εξυπηρετήσουν όλους τους καλεσμένους στο γλέντι του γάμου.


Την Τετάρτη του γάμου επίσης αναπιάνουν τα προζύμια. Ζυμώναν δηλαδή το ψωμί του γάμου, την κουλούρα του γαμπρού και την κουλούρα της νύφης.
Στη μέση στο δωμάτιο, τοποθετούσαν ένα τραπέζι, ένα σκαφίδι, ένα κόσκινο (σίτα), τη φ'τσέλα με νερό και μια σακούλα αλεύρι. Τα κορίτσια έβαζαν αλεύρι στο κόσκινο και το κοσκινούσαν μέσα στο σκαφίδι. Ολοι οι προσκεκλημένοι έριχναν κέρματα και εύχονταν «Καλά στέφανα».
Μετά αναπιάνουν το προζύμι και κάνουν τις κουλούρες και τα ψωμιά.


Το Φλάμπουρο
Το πρωί της Πέμπτης στο σπίτι του γαμπρού μαζεύονταν όλα τα ξαδέλφια και οι μπράτιμοι και φτιάχνανε το φλάμπουρο.
Έπαιρναν ένα ξύλινο κοντάρι, μήκους δύο μέτρα περίπου και στο επάνω μέρος αυτού έκαναν έναν σταυρό ξύλινο εις τα άκρα του οποίου βάζανε από ένα μήλο και όλα μαζί τα ντύνανε με ένα κόκκινο πανί. Κατόπιν το τοποθετούσαν στη στέγη του σπιτιού ή στο μπαλκόνι μέχρι την Κυριακή το μεσημέρι, όπου το έπαιρναν οι βλάμιδες για το γάμο.
«Ο μπράτιμος ο τρανίτερος
να ράψει καλά το φλάμπουρο
για θα διαβεί ράχες και βουνά
να μη μας το γελάσουν».

Ένας Μπράτιμος θυμάται
«Λοιπόν, θα σι που όταν παντρεύονταν η θειά η Πανάιου που πάει στη Μεγάρχη, η αδελφή του Μήτσιου Κατσιούλη.
Λοιπόν, ιγώ είμαν πιτσιρικάς, ίσα με δέκα ετών. Ου πατέρας μ' ήταν πιθαμένους, το 1926.
Λοιπόν, ένας αξάδελφους δικός μ' ήταν απ' του Μεγάρχη, κρατούσι φλάμπουρο, ο Γάτους, ο Γιώργος κ' είχει του φλάμπουρου αυτός. Όχι, του είχει άλλους του φλάμπουρου.
Του λέου τουν αξάδελφου μ'
«Πέστουν να μι του δώσει ιμένα», γιατί εκάναμι εξαγορά τότι με του φλάμπουρου. Του πέρνου του φλάμπουρου απ' λές, κι ανιβένου αψλά στου σπίτι του Κατσιουλέικου.
Όταν έγιναν τα στέφανα, στεφάνωνε ο Τζερτζενές ο παππούς. Τα γένια ο Τζερτζενές τάχει κοσιάνες, δυό κοσιάνες…, τυλιγμένα τα μαλλιά πίσω, λοιπόν, φουστανέλα μελινίσια, κάλτσα, τσαρούχι τρίχινου, παλικάρι, πως το λεν. Αυτόν είχει κουμπάρου.
Τέλειουσαν τα στέφανα, να πούμι, γιατί τότι τσέπαιρναν του κόσμου στα σπίτια κι τα’ φίλιβαν.
Μι λέει «Φέρει του φλάμπουρου εδώ ρε».
«Δώς μου πέντε δεκάρες» λέου ιγώ, ήταν πολλές τότε.
Μπα… τίποτα, σ' απάν ιγώ στον καβαλάρη ψλά με του φλάμπουρου.
Μι λέει ο ξαδελφός μ'
«Α ρε κατέβα κάτ', ά ρε δώστου να φύγουμι».
«Ρίξτα του λέου»
 Χα, χα, και πείρα, μι φένιτι, δυό δεκάρες χα, χα».
 Στέφανος Ι. Ψύχος


Την Πέμπτη επίσης ρυθμίζονταν και οι τελευταίες λεπτομέρειες πυρετωδώς και τα μπρατίμια του γαμπρού πήγαιναν στο σπίτι του νουνού με την κουλούρα να τον καλέσουν επίσημα στο γάμο.



Την Παρασκευή το πρωί και τα δυο συμπεθεριά στο πόδι. Οι βλάμισσες της νύφης άρχιζαν να απλώνουν τα προικόρουχα στα τεντωμένα γύρω-γύρω στην αυλή σχοινιά, ώστε το απόγευμα που θα έφθαναν οι συγγενείς και οι βλαμάδες του γαμπρού με τα δώρα, να είναι όλα έτοιμα κατά τον καλύτερο τρόπο.
Το απόγευμα ο γαμπρός έστελνε τα δώρα του, στη νύφη μέσα σε έναν δίσκο, το γνωστό σε όλους μας σινί. Τα μετέφεραν στο σπίτι της οι βλάμισσες και οι βλαμάδες που στο δρόμο τραγουδούσαν, χόρευαν και έπιναν.
Τα δώρα ήταν συνήθως, κουλούρα, παπούτσια, κάλτσες, ομπρέλα, καθρέφτης κλπ.
Το συγγενολόι της νύφης τους υποδέχονταν με χαρά και με τις πιο θερμές και εγκάρδιες ευχές. Εκεί, διαδραματίζονταν και τα εξής ήθη και έθιμα:
Ο αρχιβλάμης κράταγε την κουλούρα και έδινε στη νύφη να σπάσει ένα κομμάτι
από αυτή, η νύφη προσπαθούσε να πάρει το περισσότερο κομμάτι για θέμα γοήτρου. Στη συνέχεια η νύφη δοκίμαζε τα παπούτσια, να δει αν είναι στο νούμερό της και προσποιούνταν ότι δεν της κάνουν. Ο αρχιβλάμης τότε ασήμωνε τη νύφη μέχρι που κατάφερνε να τα φορέσει.
Όταν  όμως έδιναν στη νύφη τον καθρέφτη έπρεπε, για να δει τον εαυτό της εκεί, να ασημώσει αυτή με τη σειρά της τους βλαμάδες. Έτσι γινόταν το σχετικό παζάρεμα της τιμής και τέλος της έδιναν τον καθρέφτη.
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, οι βλαμάδες προσπαθούσαν να κλέψουν κάτι από τα προικιά της νύφης, χωρίς να τους αντιληφθούν.
Πολλές φορές πήγαιναν κρυφά στο κοτέτσι και έκλεβαν τον κόκορα η κάποια κότα. Στη συνέχεια οι βλάμισσες της νύφης τους κερνούσανε γλυκά, ποτά και κατέληγαν σε ένα διαρκές γλέντι με χορό έως αργά το βράδυ.

Τα μαγείρια του γάμου
Το πρωί του Σαββάτου, πρώτη τους δουλειά ήταν να ετοιμάσουν τα σφαχτά, και τα καζάνια, για να μαγειρέψουν το φαγητό.
Ετοίμαζαν λοιπόν τα ξύλα, τα φρεσκοκασσιτερωμένα καζάνια, το κρέας, το «μπλουγούρι»  και το ρύζι όπου με μεγάλη αριστοτεχνία ο μάγειρας θα έφτιαχνε το φαγητό.
Πολλοί χωριανοί, ακόμη και σήμερα, μιλούνε για το φαγητό του γάμου και την ασύγκριτη νοστιμιά του, με τις ωραιότερες γευστικές αναμνήσεις.
Τα επιδέξια χέρια του μπάρμπα-Βασίλη Στάθη έκαναν πολλούς γάμους αξέχαστους με τα καταπληκτικά φαγητά του.
Αξέχαστοι μάγειροι του γάμου αναφέρονται οι εξής:
Σταυρέκας Βασίλειος, Ριζαργιώτης Παύλος, Σταυρέκας Γεώργιος, Στάθης Βασίλειος, Κουφοχρήστος Χρήστος, Βότσιος Φώτιος, Ριζαργιώτης Κων/νος, Σχολής Απόστολος, Τσιγάρας Ανδρέας, Σταυρέκας Κων/νος, Τσιμπώνης Σωτήριος, Σταμούλης Χρήστος κ.α.

Μεταφορά της προίκας


«Διπλώστε τα προικιά καλά
μην τα γελάσει η πεθερά
και συνταιριάστε και το βιός
μην το γελάσει ο πεθερός»

Το μεσημέρι του Σαββάτου ο γαμπρός έστελνε τα μπρατίμια του να πάρουν με ένα κάρο και να φέρουν στο σπίτι του τα προικιά της νύφης.


Πάνω στα προικιά, καθόταν οι βλάμισσες της νύφης και τα κορίτσια που είχαν βοηθήσει στην έκθεσή τους και δεν κατέβαιναν αν τα μπρατίμια δεν τους έδιναν, ως αμοιβή για τον κόπο τους, κάποιο ικανοποιητικό χρηματικό ποσό. Αφού έβρισκαν κάποιο ποσό ικανοποιητικό επέτρεπαν το φόρτωμα της προίκας στο κάρο, που γινόταν κατά τέτοιον τρόπο ώστε να τα βλέπουν όλοι οι περαστικοί και οι περίεργοι.


Την ώρα αυτή επικρατούσε βαθειά συγκίνηση στους παρευρισκομένους, πολλοί
από τους οποίους δάκρυζαν. Τότε έβρισκαν την ευκαιρία οι μπράτιμοι να κλέψουν κάτι από το σπίτι της νύφης για το καλό, καθώς πίστευαν.


Η πομπή της προίκας ξεκινούσε, το ρύζι, τα λουλούδια και τα κουφέτα ράντιζαν τα προικιά και η συγκίνηση κορυφώνονταν.
Όταν έφτανε το κάρο με τα προικιά στο σπίτι του, ο γαμπρός τα εξαγόραζε, κερνώντας τα παιδιά που τα μετέφεραν.
Η αποστολή τελείωνε, το καινούργιο βιός ανήκε στον γαμπρό.

Τα όργανα

Το απόγευμα του Σαββάτου, άρχιζε σιγά-σιγά να έρχεται ο κόσμος και τα όργανα άρχιζαν με τραπεζιάτικα τραγούδια (της τάβλας), την έναρξη του γλεντιού.
Ο νουνός με την ακολουθία του καθόταν μπροστά, σε κεντρικό σημείο του χώρου και θεωρούνταν βέβαια, ο άρχοντας του γάμου.
Τα όργανα με τα δημοτικά τους τραγούδια, το τσίπουρο με τους μεζέδες και τα στραγάλια, έφερναν σιγά-σιγά το κέφι στους καλεσμένους.
Οι παρέες έμπαιναν στο χορό, το γλέντι άναβε και τα μερακλώματα άρχιζαν.
Οι βλάμιδες και οι βλάμισσες με τα καρφιτσομένα μαντίλια τους στο πέτο ή στον ώμο, έκαναν τα πάντα, προκειμένου να εξυπηρετήσουν και να καλύψουν όλες τις απαιτήσεις του γάμου.


Το κλαρίνο στα επιδέξια χέρια του Νίκου Καλαμπάκα κελαϊδούσε, πότε παραπονιάρικα και πότε χαρούμενα. Οι μερακλήδες που χόρευαν κερνούσαν
τους οργανοπαίχτες, κολλώντας στο μέτωπο νομίσματα.
Αξέχαστοι οργανοπαίχτες, του Βαλτινού, ήταν οι εξής:
Απόχας Βασίλειος (βιολί)
Καλαμπάκας Ευάγγελος (Λαούτο)
Μαντέλας Δημήτριος (Λαούτο - Κιθάρα)
Γεωργίου Αθανάσιος (Βιολί)
Σταμούλης Ευάγγελος (Τζαμάρα)
Καλαμπάκας Νικόλαος (Κλαρίνο)
Καλαμπάκας Γεώργιος (Κιθάρα- ακορντεόν - τραγούδι)
Σταυρέκας Λάμπρος (Ακορντεόν)
Μαντέλας Ηλίας (Αρμόνιο)
Βότσιος Βασίλειος (Ακορντεόν - Αρμόνιο)
Πέτρου Παναγιώτης (Βιολί - τραγούδι)
Γεωργίου Ιωάννης (Αρμόνιο - Ακορντεόν - τραγούδι)
Γεωργίου Ευάγγελος (Τραγουδιστής)
Καλαμπάκας Ευάγγελος του Νικ. (Τραγουδιστής)
Καλαμπάκας Κων/νος του Νικ.(Ντραμς)
Καλαμπάκας Χρήστος του Νικ. (Τραγουδιστής)
Μαντέλας Χρυσόστομος (Ηλεκτρική κιθάρα).



Αργά το βράδυ, όταν το γλέντι κορυφώνονταν, ήταν έτοιμο και το φαγητό και άρχιζε το τραπέζωμα. Πριν αρχίσει το σερβίρισμα ο γαμπρός πήγαινε στους μαγείρους και δοκίμαζε πρώτος το φαγητό. Για την υπέροχη νοστιμιά του, έδινε κάποιο φιλοδώρημα στους μαγείρους, σαν επιβράβευση των κόπων τους και τότε, άρχιζε το σερβίρισμα.
Τα μαγείρια φρόντιζαν να φθάνουν για όλους οι μερίδες και πρώτα άρχιζαν από τον νουνό. Οι βλάμιδες και οι βλάμισσες έμπαιναν στη σειρά, κατά μήκος και χέρι σε χέρι, τα πιάτα έφθαναν σε όλα τα τραπέζια των καλεσμένων.
Μετά το φαγητό το γλέντι συνεχίζονταν μέχρι το πρωί.



Ξημέρωνε η Κυριακή και ο γαμπρός με τα μπρατίμια και άλλους συγγενείς πήγαιναν να πάρουν από το σπίτι το νουνό, κρατώντας μια κανάτα με κρασί και μπουκάλια με τσίπουρο στα χέρια, ενώ μπροστά τους τα όργανα έπαιζαν εύθυμο σκοπό. Δυο - δυο οι μερακλήδες χορευταράδες του γαμπρού, με το ένα χέρι ο καθένας τους στον ώμο του άλλου, προχωρούσαν χορεύοντας για τον νουνό. Όταν έφταναν πια στο σπίτι του νουνού, έπιναν δυο τρία ποτηράκια τσίπουρο έλεγαν, τις ανάλογες ευχές και μετά επέστρεφαν όλοι μαζί στο σπίτι του γαμπρού. Εκεί γινόταν πάλι τραπέζωμα, έτρωγαν όλοι μαζί και μετά ακολουθούσε το ξύρισμα του γαμπρού.


Το ξύρισμα του γαμπρού

«Μπαρμπέρη μ' τα ξυράφια σου
για κόσιστα για τρόχιστα,
να μπαρμπερίσεις νιόγαμπρο
που λάμπει σα φεγγάρι». 
Το ξύρισμα και το κούρεμα του γαμπρού ήταν σχεδόν μία από τις τελευταίες προετοιμασίες για το γάμο και γι’ αυτό βγήκε και η παροιμία, «στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό».
Έρχονταν λοιπόν ο κουρέας του χωριού μαζί με τα σύνεργά του. Ο γαμπρός καθόταν σε μια καρέκλα και κρατούσε όλα τα απαραίτητα για το ξύρισμα και ένα ποτήρι κρασί. Δίπλα στον κουρέα τοποθετούσαν ένα ταψί με ρύζι και λουλούδια. Περνούσε πρώτος ο νουνός και σταύρωνε το γαμπρό στο κεφάλι με κέρμα και του ευχόταν «Καλά στέφανα».
Στη συνέχεια περνούσαν ο πατέρας και η μητέρα του γαμπρού και μετά όλοι οι συγγενείς, σταύρωναν και καθώς έλεγαν τις ανάλογες ευχές τους, έριχναν τα χρήματα στο ταψί. Μετά αναλάμβανε το ξύρισμα ο κουρέας. Τα χρήματα αυτά, που έριχναν στο ταψί, ήταν και η αμοιβή του κουρέα.


Ταυτόχρονα, τα όργανα έπαιζαν αδιάκοπα το δικό τους σκοπό, μέχρι που τελείωνε το ξύρισμα και το κούρεμα.
Μπαρμπέρηδες του χωριού ήταν οι εξής: Βότσιος Αντώνιος, Μαγκάτος Κων/νος, Μαντέλας Στέφανος, Σχολής Απόστολος.
Όταν τελείωνε το ξύρισμα ο γαμπρός ντύνονταν και μαζί με άλλους δυο βλαμάδες πήγαινε στην εκκλησία και προσκυνούσε την εικόνα της Παναγίας, τρείς φορές, παίρνοντας έτσι την ευχή της.
Μετά γύρναγαν στο σπίτι και δεν έμπαινε μέσα, περίμενε απ' έξω για το μεγάλο ξεκίνημα προς την εκκλησία για τα στέφανα.
Ενώ, στο σπίτι της νύφης, της Κυριακής το μεσημεριάτικο τραπέζι, στρώνονταν γιατί έπρεπε η νύφη να ντυθεί. Όλοι με συγκίνηση γεύονταν τη σούπα με το βραστό κρέας. Η νύφη δακρυσμένη έπαιρνε το τελευταίο γεύμα στο πατρικό της σπίτι. Τα κορίτσια του χωριού έφθαναν ομορφοστολισμένα για το στόλισμα της νύφης. Όλα τα στολίδια της επάνω στο τραπέζι, και το νυφικό κρεμασμένο.
Το ντύσιμο της νύφης άρχιζε με τραγούδια και ευχές.
Aκολουθούσε το χτένισμα, για να φορεθεί το πέπλο. Εδώ τον λόγο είχε ο καθρέφτης.


Στη συνέχεια έβγαινε στην αυλή για το χορό. Η νύφη κρατούσε έναν-έναν τους στενούς συγγενείς της και χόρευαν. Τελευταία έμπαινε μπροστά κι' αυτή και έσερνε το χορό. Τα όργανα έπαιζαν το τραγούδι «Πέρα στον πέρα μαχαλά»
«Πέρα στον πέρα μαχαλά
στον πέρα και στον δώθε
περπατείς ανάρια, ανάρια
σαν τη πάπια στα λιβάδια.
Εκεί παντρεύουν μια ξανθιά,
ξανθή και μαυρομάτα,
άντε περπατείς ανάρια, ανάρια
σαν της πάπιας τα ποδάρια.
Κάνουν νουνό το βασιλιά,
κουμπάρο το βεζύρη
άντε περπατείς ανάρια, ανάρια
σαν τη πάπια στα λιβάδια».


Οι συγγενείς ακολουθούσαν το χορό, χτυπώντας παλαμάκια και κερνούσαν τους οργανοπαίχτες.
Ο χορός σιγά-σιγά τελείωνε και όλοι ήταν έτοιμοι για την εκκλησία.
Η μάνα της νύφης με ένα πιάτο στο χέρι ράντιζε με ρύζι και κουφέτα την κόρη της και στο τέλος έριχνε στο χώμα το πιάτο και το έσπαζε.
Η γαμήλια πομπή με βήμα αργό και με τραγούδια έφθανε στην εκκλησία.
Η μεγάλη στιγμή κορυφώνονταν. Ο πατέρας της νύφης πήγαινε προς τον γαμπρό και του κάρφωνε στο πέτο ένα μαντίλι, κατόπιν τον χτύπαγε στο μάγουλο και του εύχονταν «Με γεια».
Στη συνέχεια προχωρούσε η νύφη προς το μέρος του γαμπρού, προσκυνούσε τρεις φορές και τότε ο γαμπρός μαζί με την ανθοδέσμη της έδινε και το χαρακτηριστικό φιλί που σπάνια ξέφευγε από την προσοχή του κόσμου, που χειροκροτούσε ικανοποιημένος.
Στη συνέχεια το ζευγάρι μαζί με τον παπά έμπαιναν στην εκκλησία για το Μυστήριο.


Στην εκκλησία γίνονταν το Μυστήριο του γάμου, ενώ κατά την ώρα του «χορού του Ησαία», ο νουνός σκορπούσε επάνω στα κεφάλια των νεόνυμφων κουφέτα και ρύζι. Τα κουφέτα γίνονταν ανάρπαστα από τα κορίτσια που τα μάζευαν και τα έβαζαν το βράδυ στο μαξιλάρι τους για να ονειρευθούν ποιός θα είναι ο ...καλός τους.
Όταν τελείωναν τα στέφανα άρχιζαν οι σχετικές ευχές προς τους νεόνυμφους: «Να ζήστε», «Πέντε αγόρια και μια τσιούπρα», «Αντε μ' ενα γιό» κλπ.
Στη συνέχεια, αναχωρούσαν όλοι μαζί για το σπίτι του γαμπρού.
Η πεθερά της νύφης στην πόρτα στυλωμένη τους περίμενε με ένα σίδηρο στο κατώφλι του σπιτιού. Το ζευγάρι έφθανε και όλοι παραμέριζαν.


Τα νιόγαμπρα στην πόρτα του σπιτιού με συγκίνηση υποκλίνονταν τρεις φορές και φιλούσαν το χέρι της μάνας τους. Εκείνη τους αγκάλιαζε τους φιλούσε και τους ευχόταν «Στεριωμένοι και με γιούς».
Η νύφη μπαίνοντας στο σπίτι, πατούσε στο σίδερο για να στεριώσει και να είναι σιδερένια.
Στη συνέχεια άρχιζαν οι δωρεές. Έναν-έναν η νύφη δώριζε τους στενούς συγγενείς από ένα δώρο. Τα δώρα αυτά συνήθως ήταν: υπουκάμισα, τσιρέπια, κάλτσες, μαξιλαροθήκες, ποδιές, κλπ.
Ενώ τα τραπέζια ήταν στρωμένα, όλοι έπαιρναν θέση, τα κλαρίνα άρχιζαν και το γλέντι ξαναφούντωνε.


Πρώτος ο νουνός άρχιζε το χορό με το τραγούδι «Άγουρος από σειρά».
«Άγουρος από σειρά, κόρη απ' την Ανατολή
πάησαν κι ανταμώσανε μες στου δαφνουπόταμου,
που ειν' οι δάφνες οι πολλές κι οι δασιές τριανταφυλλιές
-Περασέ μι, ν-άγουρι πάρε τα παπούτσια μου
-Κόρη, δεν του δέχουμι, δεν του καταδέχουμι.
-Περασέ μι, ν-άγουρι, για πάρ'του ζουνάρι μου.
-Κόρη, δεν του δέχουμι, δεν του καταδέχουμι.
-Περασέ μι, ν-άγουρι, να παρ'το καμάρι μου.
Σαν αιτός την άρπαξέ, πέρα την απέταξε».
Το χορό ακολουθούσαν τα πεθερικά και όλη η άλλη συντροφιά των συγγενών.


Αξιοσημείωτο γεγονός είναι η στιγμή που χόρευε η μάνα του γαμπρού, το τραγούδι «Καραγκούνα». Εκεί κάποια γυναίκα πήγαινε και της κρεμούσε στην ωμοπλάτη μια
σκούπα, ή ένα κόσκινο, ή μια σήτα που συμβόλιζε τον μεταδοτικό ρόλο της νοικοκυροσύνης από την πεθερά προς τη νύφη.
Τελευταίοι έκλειναν το χορό, το καινούργιο ζευγάρι. 


Η νύφη χόρευε το τραγούδι «Ωραία που 'ναι η νύφη μας».
«Ωραία που 'ναι η νύφη μας, ωραία τα προικιά της
ωραία κι η παρέα της που κάνει τη χαρά της.
Ένα τραγούδι θα σας πω επάνω σε ρεβίθι
χαρά στα μάτια του γαμπρού που διάλεξε τη νύφη.
Ένα τραγούδι θα σας πω επάνω στη κιθάρα,
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, κουμπάρος και κουμπάρα
Ένα τραγούδι θα σας πω επάνω σε κεράσι,
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, ν' ασπρίσει, να γεράσει.
Ένα τραγούδι θα σας πω επάνω σε βραχιόλι,
να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός κι οι συμπεθέροι όλοι».



Έτσι κι αυτή η μέρα του γάμου περνούσε, οι καλεσμένοι κουρασμένοι αλλά και ικανοποιημένοι από το γλέντι έφευγαν δίνοντας τις καλύτερες ευχές.
Στο τέλος έφευγε και το συμπεθεριό με τους νονούς και αναμφίβολα η νύφη εύχονταν να νυχτώσει για να ξεκουραστεί στην αγκαλιά του καλού της.


Με την τελευταία αυτή εικόνα του γάμου  τελειώνουμε την αφήγησή μας, με την ελπίδα να μείνουν τα έθιμα αυτά, τα τόσο αγνά και παραστατικά σαν μια παρακαταθήκη για την καινούργια γενιά, που βέβαια δεν θα ζητήσει να τα ζήσει, όμως διαβάζοντάς τα θα ξαναζωντανέψουν, μια περασμένη εποχή που όσο απομακρύνεται θα παίρνει την εικόνα ενός παραμυθιού που τελειώνει με το «Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου